- νεοστεφής
- -ές (Α νεοστεφής, -ές)αυτός που στέφθηκε πριν από λίγοαρχ.(κατά τον Ησύχ.) «νεόκρατος, ἐπὶ κρατῆρος, ὁ εἰς ὃν ἐγένετο νεωστὶ κρᾱσις οἴνου».[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -στεφής (< στέφος), πρβλ. χρυσο-στεφής].
Dictionary of Greek. 2013.